Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vescicolàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [veʃʃikoˈlare]

καλυμμένος με φλύκταινες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vescicola vescovado  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vescicante (αρσ. επίθ και ουσ)
vescicatorio (επίθ.)
vescicazione (επίθ.)
vescichetta (θηλ.ουσ)
vescicola (θηλ.ουσ)
vescicolare (επίθ.)
vescovado (ουσ αρσ )
vescovato (ουσ αρσ )
vescovile (επίθ.)
vescovo (ουσ αρσ )
vespa (θηλ.ουσ)
vespaio (ουσ αρσ )
vespasiano (ουσ αρσ )
vespero (ουσ αρσ )
vespertilio (ουσ αρσ )
vespertillo (ουσ αρσ )
vespertino (επίθ.)
vespista (ουσ αρσ και θηλ.)
vespro (ουσ αρσ )
vessare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---