Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


verticàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vertiˈkale]

1 κάθετη (απότομη και αρνητική) απάντηση
2 κατακόρυφος (γυμναστική)
3 κάθετη ευθεία

verticàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vertiˈkale]

κάθετος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vertere verticalismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vertebrato (ουσ αρσ )
vertebrato (επίθ.)
vertente (επίθ.)
vertenza (θηλ.ουσ)
vertere (ρ.αμτβ.)
verticale (θηλ.ουσ)
verticale (επίθ.)
verticalismo (ουσ αρσ )
verticalità (θηλ.ουσ)
vertice (ουσ αρσ )
verticillato (επίθ.)
verticillo (ουσ αρσ )
verticistico (επίθ.)
vertigine (θηλ.ουσ)
vertiginoso (επίθ.)
verve (θηλ.ουσ)
verza (θηλ.ουσ)
verzellino (ουσ αρσ )
verziere (ουσ αρσ )
verzura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---