Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvèrso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvɛrso] 1 (di animale) η κραυγή 2 (di poesia) ο στίχος 3 (direzione) η κατεύθυνση vèrso πρόθεση Προσφορά I.P.A.: [ˈvɛrso] προς permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαincamminarsi verso = κατευθύνομαι προς || verso le tre = κατά τις τρείς Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |