Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


versificatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [versifikaˈtore]

1 στιχουργός
2 στιχοπλόκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  versificare versificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

verseggiatore (ουσ αρσ )
verseggiatura (θηλ.ουσ)
versetto (ουσ αρσ )
versiera (θηλ.ουσ)
versificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
versificatore (ουσ αρσ )
versificazione (θηλ.ουσ)
versiliberista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
versione (θηλ.ουσ)
verso (ουσ αρσ )
verso (πρόθ.)
versoio (ουσ αρσ )
vertebra (θηλ.ουσ)
vertebrale (επίθ.)
vertebrato (ουσ αρσ )
vertebrato (επίθ.)
vertente (επίθ.)
vertenza (θηλ.ουσ)
vertere (ρ.αμτβ.)
verticale (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---