Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


versàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [verˈsare]

1 διατελώ
2 ευρίσκομαι
3 υπάρχω
4 ζω
5 διατελώ
6 ευρίσκομαι
7 υπάρχω
8 χάνω
9 διαρρέω
10 χύνομαι
11 ξεχειλώ
12 ζω
13 ξεχύνομαι
14 ρέω

versàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [verˈsare]

1 χύνω
2 (in banca) καταθέτω

versarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [verˈsarsi]

1 ρέω
2 ξεχειλίζω
3 χύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  versante versatile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

verrucoso (επίθ.)
versaccio (ουσ αρσ )
versamento (ουσ αρσ )
versante (ουσ αρσ )
versante (επίθ.)
versare (ρ.αμτβ.)
versare (ρ. μτβ.)
versarsi (ρ.μ. (αντων.))
versatile (επίθ.)
versatilità (θηλ.ουσ)
versato (επίθ.)
verseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
verseggiatore (ουσ αρσ )
verseggiatura (θηλ.ουσ)
versetto (ουσ αρσ )
versiera (θηλ.ουσ)
versificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
versificatore (ουσ αρσ )
versificazione (θηλ.ουσ)
versiliberista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---