Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόversatilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [versatiliˈta] 1 πολλαπλή χρησιμότητα 2 προσαρμοστικότητα 3 ευστροφία 4 καθολική ικανότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |