Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


verònica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [veˈrɔnika]

1 μαντίλι με το πρόσωπο του Χριστού
2 κίνηση κάπας μανταντόρ
3 βερονίκη veronica officinalis


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  veronese verosimiglianza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vero (επίθ.)
veronal (ουσ αρσ )
verone (ουσ αρσ )
veronese (ουσ αρσ )
veronese (επίθ.)
veronica (θηλ.ουσ)
verosimiglianza (θηλ.ουσ)
verosimile (αρσ. επίθ και ουσ)
verricello (ουσ αρσ )
verrina (θηλ.ουσ)
verro (ουσ αρσ )
verruca (θηλ.ουσ)
verrucoso (επίθ.)
versaccio (ουσ αρσ )
versamento (ουσ αρσ )
versante (ουσ αρσ )
versante (επίθ.)
versare (ρ.αμτβ.)
versare (ρ. μτβ.)
versarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---