Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


veronése  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [veroˈnese], [veroˈneze]

1 διάλεκτος της Βερόνα
2 κάτοικος της Βερόνας

veronése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [veroˈnese], [veroˈneze]

ο της Βερόνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  verone veronica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vernissage (ουσ αρσ )
vero (ουσ αρσ )
vero (επίθ.)
veronal (ουσ αρσ )
verone (ουσ αρσ )
veronese (ουσ αρσ )
veronese (επίθ.)
veronica (θηλ.ουσ)
verosimiglianza (θηλ.ουσ)
verosimile (αρσ. επίθ και ουσ)
verricello (ουσ αρσ )
verrina (θηλ.ουσ)
verro (ουσ αρσ )
verruca (θηλ.ουσ)
verrucoso (επίθ.)
versaccio (ουσ αρσ )
versamento (ουσ αρσ )
versante (ουσ αρσ )
versante (επίθ.)
versare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---