Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


verniciatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [verniʧaˈtura]

1 επιφανειακή λάμψη
2 επίχριση
3 επίστρωμα φανταχτερό
4 λούστρο επιφανειακό
5 επιπόλαια αποσπασματική γνώση
6 βάψιμο
7 μπογιάτισμα
8 βερνίκωμα
9 επίχρισμα
10 λουστράρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  verniciatore verniero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vernalizzazione (θηλ.ουσ)
vernazione (θηλ.ουσ)
vernice (θηλ.ουσ)
verniciare (ρ. μτβ.)
verniciatore (ουσ αρσ )
verniciatura (θηλ.ουσ)
verniero (ουσ αρσ )
vernissage (ουσ αρσ )
vero (ουσ αρσ )
vero (επίθ.)
veronal (ουσ αρσ )
verone (ουσ αρσ )
veronese (ουσ αρσ )
veronese (επίθ.)
veronica (θηλ.ουσ)
verosimiglianza (θηλ.ουσ)
verosimile (αρσ. επίθ και ουσ)
verricello (ουσ αρσ )
verrina (θηλ.ουσ)
verro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---