Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόverniciatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [verniʧaˈtore] 1 λούστρος 2 βερνικωτής 3 μπογιατζής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |