Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vernalizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [vernalidˈdzare]

καλλιεργώ πρώιμα φυτά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vernale vernalizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vermut (ουσ αρσ )
vernaccia (θηλ.ουσ)
vernacolo (ουσ αρσ )
vernacolo (επίθ.)
vernale (επίθ.)
vernalizzare (ρ. μτβ.)
vernalizzazione (θηλ.ουσ)
vernazione (θηλ.ουσ)
vernice (θηλ.ουσ)
verniciare (ρ. μτβ.)
verniciatore (ουσ αρσ )
verniciatura (θηλ.ουσ)
verniero (ουσ αρσ )
vernissage (ουσ αρσ )
vero (ουσ αρσ )
vero (επίθ.)
veronal (ουσ αρσ )
verone (ουσ αρσ )
veronese (ουσ αρσ )
veronese (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---