Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόverminóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [vermiˈnoso], [vermiˈnozo] 1 παρασιτικός 2 μολυσματικός 3 μολυσμένος λόγω παρασίτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |