Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


verminazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [verminatˈtsjone]

1 παρασιτική αρρώστια
2 σκουλήκιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vermiglione verminosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vermiculite (θηλ.ουσ)
vermiforme (επίθ.)
vermifugo (αρσ. επίθ και ουσ)
vermiglio (αρσ. επίθ και ουσ)
vermiglione (ουσ αρσ )
verminazione (θηλ.ουσ)
verminosi (θηλ.ουσ)
verminoso (επίθ.)
vermut (ουσ αρσ )
vernaccia (θηλ.ουσ)
vernacolo (ουσ αρσ )
vernacolo (επίθ.)
vernale (επίθ.)
vernalizzare (ρ. μτβ.)
vernalizzazione (θηλ.ουσ)
vernazione (θηλ.ουσ)
vernice (θηλ.ουσ)
verniciare (ρ. μτβ.)
verniciatore (ουσ αρσ )
verniciatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---