Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvermicolàre
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [vermikoˈlare] 1 ελμινθοειδής 2 σκωληκοειδής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |