Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vermicèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vermiˈʧɛllo]

μακαρονάκι κοφτό (είδος μακαρονιών)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vermicaio vermicolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

verla (θηλ.ουσ)
verme (ουσ αρσ )
vermeil (ουσ αρσ )
vermena (θηλ.ουσ)
vermicaio (ουσ αρσ )
vermicello (ουσ αρσ )
vermicolare (θηλ. επίθ και ουσ)
vermicoloso (επίθ.)
vermiculite (θηλ.ουσ)
vermiforme (επίθ.)
vermifugo (αρσ. επίθ και ουσ)
vermiglio (αρσ. επίθ και ουσ)
vermiglione (ουσ αρσ )
verminazione (θηλ.ουσ)
verminosi (θηλ.ουσ)
verminoso (επίθ.)
vermut (ουσ αρσ )
vernaccia (θηλ.ουσ)
vernacolo (ουσ αρσ )
vernacolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---