Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


verìfica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [veˈrifika]

η επαλήθευση, το έλεγχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  veridico verificabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vergognoso (επίθ.)
vergola (θηλ.ουσ)
veridicamente (επίρ.)
veridicità (θηλ.ουσ)
veridico (επίθ.)
verifica (θηλ.ουσ)
verificabile (επίθ.)
verificabilità (θηλ.ουσ)
verificare (ρ. μτβ.)
verificarsi (ρ.μ. (αντων.))
verificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
verificatrice (θηλ.ουσ)
verismo (ουσ αρσ )
verista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
veristico (επίθ.)
verità (θηλ.ουσ)
veritiero (επίθ.)
verla (θηλ.ουσ)
verme (ουσ αρσ )
vermeil (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---