Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


veridicaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [veridikaˈmente]

1 ακριβώς
2 αληθώς
3 αληθινά
4 ειλικρινά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vergola veridicità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vergogna (θηλ.ουσ)
vergognarsi (ρ.μ. (αντων.))
vergognosamente (επίρ.)
vergognoso (επίθ.)
vergola (θηλ.ουσ)
veridicamente (επίρ.)
veridicità (θηλ.ουσ)
veridico (επίθ.)
verifica (θηλ.ουσ)
verificabile (επίθ.)
verificabilità (θηλ.ουσ)
verificare (ρ. μτβ.)
verificarsi (ρ.μ. (αντων.))
verificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
verificatrice (θηλ.ουσ)
verismo (ουσ αρσ )
verista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
veristico (επίθ.)
verità (θηλ.ουσ)
veritiero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---