Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


veridicità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [veridiʧiˈta]

1 φιλαλήθεια
2 αλήθεια
3 ειλικρίνεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  veridicamente veridico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vergognarsi (ρ.μ. (αντων.))
vergognosamente (επίρ.)
vergognoso (επίθ.)
vergola (θηλ.ουσ)
veridicamente (επίρ.)
veridicità (θηλ.ουσ)
veridico (επίθ.)
verifica (θηλ.ουσ)
verificabile (επίθ.)
verificabilità (θηλ.ουσ)
verificare (ρ. μτβ.)
verificarsi (ρ.μ. (αντων.))
verificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
verificatrice (θηλ.ουσ)
verismo (ουσ αρσ )
verista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
veristico (επίθ.)
verità (θηλ.ουσ)
veritiero (επίθ.)
verla (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---