Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvérgine
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈverʤine] 1 η παρθένος 2 Zodiaco η Παρθένος vérgine επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈverʤine] 1 απάρθενος 2 ανέγγιχτος 3 άθικτος 4 αμάλαγος 5 άσπιλος 6 ανεκμετάλλευτος 7 αγνός 8 παρθένος 9 αδιάφθορος 10 αναφρόδιτος 11 αμόλυντος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpura lana [θηλ.] vergine = το αγνό παρθένο μαλλί Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |