Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


verginàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [verʤiˈnale]

1 παρθένος
2 παρθενικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vergenza vergine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vergatino (αρσ. επίθ και ουσ)
vergato (αρσ. επίθ και ουσ)
vergatura (θηλ.ουσ)
vergella (θηλ.ουσ)
vergenza (θηλ.ουσ)
verginale (επίθ.)
vergine (θηλ.ουσ)
vergine (επίθ.)
vergineo (επίθ.)
verginità (θηλ.ουσ)
vergogna (θηλ.ουσ)
vergognarsi (ρ.μ. (αντων.))
vergognosamente (επίρ.)
vergognoso (επίθ.)
vergola (θηλ.ουσ)
veridicamente (επίρ.)
veridicità (θηλ.ουσ)
veridico (επίθ.)
verifica (θηλ.ουσ)
verificabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---