Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vergèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [verˈʤɛlla]

ράβδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vergatura vergenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vergata (θηλ.ουσ)
vergatina (θηλ.ουσ)
vergatino (αρσ. επίθ και ουσ)
vergato (αρσ. επίθ και ουσ)
vergatura (θηλ.ουσ)
vergella (θηλ.ουσ)
vergenza (θηλ.ουσ)
verginale (επίθ.)
vergine (θηλ.ουσ)
vergine (επίθ.)
vergineo (επίθ.)
verginità (θηλ.ουσ)
vergogna (θηλ.ουσ)
vergognarsi (ρ.μ. (αντων.))
vergognosamente (επίρ.)
vergognoso (επίθ.)
vergola (θηλ.ουσ)
veridicamente (επίρ.)
veridicità (θηλ.ουσ)
veridico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---