Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


verecondaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [verekondaˈmente]

1 σεμνά
2 μετριοπαθώς
3 αξιοπρεπώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  verdura verecondia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

verdognolo (αρσ. επίθ και ουσ)
verdolino (αρσ. επίθ και ουσ)
verdone (ουσ αρσ )
verdone (επίθ.)
verdura (θηλ.ουσ)
verecondamente (επίρ.)
verecondia (θηλ.ουσ)
verecondo (επίθ.)
verga (θηλ.ουσ)
vergare (ρ. μτβ.)
vergata (θηλ.ουσ)
vergatina (θηλ.ουσ)
vergatino (αρσ. επίθ και ουσ)
vergato (αρσ. επίθ και ουσ)
vergatura (θηλ.ουσ)
vergella (θηλ.ουσ)
vergenza (θηλ.ουσ)
verginale (επίθ.)
vergine (θηλ.ουσ)
vergine (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---