Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


verderàme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,verdeˈrame]

1 πράσινο της πατίνας του χαλκού
2 σκουριά του χαλκού

verderàme  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,verdeˈrame]

ο με χρώμα σκουριάς του χαλκού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  verdemare verdesca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

verde (επίθ.)
verdeggiante (επίθ.)
verdeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
verdello (ουσ αρσ )
verdemare (αρσ. επίθ και ουσ)
verderame (ουσ αρσ )
verderame (επίθ.)
verdesca (θηλ.ουσ)
verdetto (ουσ αρσ )
verdiccio (αρσ. επίθ και ουσ)
verdognolo (αρσ. επίθ και ουσ)
verdolino (αρσ. επίθ και ουσ)
verdone (ουσ αρσ )
verdone (επίθ.)
verdura (θηλ.ουσ)
verecondamente (επίρ.)
verecondia (θηλ.ουσ)
verecondo (επίθ.)
verga (θηλ.ουσ)
vergare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---