Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vèrbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvɛrbo]

το ρήμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  verbigrazia verbosamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


verbo [αρσ.] copulativo = το συνδετικό ρήμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

verbalizzazione (θηλ.ουσ)
verbalmente (επίρ.)
verbena (θηλ.ουσ)
verbigerazione (θηλ.ουσ)
verbigrazia (επίρ.)
verbo (ουσ αρσ )
verbosamente (επίρ.)
verbosità (θηλ.ουσ)
verboso (επίθ.)
verdastro (ουσ αρσ )
verdastro (επίθ.)
verdazzurro (αρσ. επίθ και ουσ)
verde (ουσ αρσ )
verde (επίθ.)
verdeggiante (επίθ.)
verdeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
verdello (ουσ αρσ )
verdemare (αρσ. επίθ και ουσ)
verderame (ουσ αρσ )
verderame (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---