Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

urticànte (επίθ.) ussìta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ùrto (ουσ αρσ ) ussitìsmo (ουσ αρσ )
urtóne (ουσ αρσ ) ùsta (θηλ.ουσ)
urtoterapìa (θηλ.ουσ) ustionàre (ρ. μτβ.)
uruguaiàno (ουσ αρσ ) ustionarsi (ρ.μ. (αντων.))
uruguaiàno (επίθ.) ustióne (θηλ.ουσ)
usàbile (επίθ.) ùsto (επίθ.)
usànza (θηλ.ουσ) ustolàre (ρ.αμτβ.)
usàre (ρ. μτβ.) ustòrio (επίθ.)
usàto (ουσ αρσ ) usuàle (επίθ.)
usàto (επίθ.) usualità (θηλ.ουσ)
usbèco (ουσ αρσ ) usualménte (επίρ.)
usbèco (επίθ.) usucapióne (θηλ.ουσ)
usbèrgo (ουσ αρσ ) usucapìre (ρ. μτβ.)
uscènte (επίθ.) usufruìre (ρ.αμτβ.)
uscière (ουσ αρσ ) usufrùtto (ουσ αρσ )
ùscio (ουσ αρσ ) usufruttuàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
uscìre (ρ.αμτβ.) usùra (θηλ.ουσ)
uscìta (θηλ.ουσ) usuràio (αρσ. επίθ και ουσ)
usignòlo (ουσ αρσ ) usuràre (ρ. μτβ.)
usitàto (επίθ.) usuràrio (επίθ.)
ùso (ουσ αρσ ) usurpaménto (ουσ αρσ )
ùso (επίθ.) usurpàre (ρ. μτβ.)
ùssaro (ουσ αρσ ) usurpatìvo (επίθ.)
ùssero (ουσ αρσ ) usurpatóre (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: