Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricalcificàre (ρ. μτβ.) ricattàre (ρ. μτβ.)
ricalcificarsi (ρ.μ. (αντων.)) ricattatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
ricalcificazióne (θηλ.ουσ) ricattatòrio (επίθ.)
ricalcitraménto (ουσ αρσ ) ricàtto (ουσ αρσ )
ricalcitrànte (επίθ.) ricavàbile (επίθ.)
ricalcitràre (ρ.αμτβ.) ricavàre (ρ. μτβ.)
ricàlco (ουσ αρσ ) ricavàto (αρσ. επίθ και ουσ)
ricalpestàre (ρ. μτβ.) ricàvo (ουσ αρσ )
ricalzàre (ρ. μτβ.) riccaménte (επίρ.)
ricamàre (ρ. μτβ.) ricchézza (θηλ.ουσ)
ricamàto (επίθ.) rìccio (ουσ αρσ )
ricamatrìce (θηλ.ουσ) rìccio (επίθ.)
ricamatùra (θηλ.ουσ) ricciòlo (ουσ αρσ )
ricambiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) rìcciolo (επίθ.)
ricambiarsi (ρ.μ. (αντων.)) ricciolùto (επίθ.)
ricàmbio (ουσ αρσ ) ricciòtto (επίθ.)
ricàmo (ουσ αρσ ) ricciùto (επίθ.)
ricantàre (ρ. μτβ.) rìcco (επίθ.)
ricapitàre (ρ.αμτβ.) riccóne (ουσ αρσ )
ricapitolàre (ρ. μτβ.) ricérca (θηλ.ουσ)
ricapitolazióne (θηλ.ουσ) ricercàre (ρ. μτβ.)
ricàrica (θηλ.ουσ) ricercataménte (επίρ.)
ricaricàre (ρ. μτβ.) ricercatézza (θηλ.ουσ)
ricascarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.) ricercàto (ουσ αρσ )
ricascàre (ρ.αμτβ.) ricercàto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: