Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrìccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈritʧo] 1 (di terra) σκατζόχοιρος 2 (di mare) αχινός rìccio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈritʧo] κατσαρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |