Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rìccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈritʧo]

1 (di terra) σκατζόχοιρος
2 (di mare) αχινός

rìccio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈritʧo]

κατσαρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricchezza ricciolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricavare (ρ. μτβ.)
ricavato (αρσ. επίθ και ουσ)
ricavo (ουσ αρσ )
riccamente (επίρ.)
ricchezza (θηλ.ουσ)
riccio (ουσ αρσ )
riccio (επίθ.)
ricciolo (ουσ αρσ )
ricciolo (επίθ.)
riccioluto (επίθ.)
ricciotto (επίθ.)
ricciuto (επίθ.)
ricco (επίθ.)
riccone (ουσ αρσ )
ricerca (θηλ.ουσ)
ricercare (ρ. μτβ.)
ricercatamente (επίρ.)
ricercatezza (θηλ.ουσ)
ricercato (ουσ αρσ )
ricercato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---