ItalianoGreco


ricercàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riʧerˈkato]

ο καταζητούμενος (-ή)

ricercàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riʧerˈkato]

1 περιζήτητος
2 ραφινέ
3 επιτηδευμένος
4 επιζήτητος
5 αναζητούμενος
6 φιλόκαλος
7 περιμάχητος
8 εξευγενισμένος
9 πολυζήτητος
10 που έχει μεγάλη ζήτηση
11 ποζάτος
12 εκλεκτός
13 εξεζητημένος
14 εξωτικός
15 παρατραβηγμένος
16 ραφινάτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---