Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricercàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riʧerˈkato]

ο καταζητούμενος (-ή)

ricercàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riʧerˈkato]

1 περιζήτητος
2 ραφινέ
3 επιτηδευμένος
4 επιζήτητος
5 αναζητούμενος
6 φιλόκαλος
7 περιμάχητος
8 εξευγενισμένος
9 πολυζήτητος
10 που έχει μεγάλη ζήτηση
11 ποζάτος
12 εκλεκτός
13 εξεζητημένος
14 εξωτικός
15 παρατραβηγμένος
16 ραφινάτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricercatezza ricercatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riccone (ουσ αρσ )
ricerca (θηλ.ουσ)
ricercare (ρ. μτβ.)
ricercatamente (επίρ.)
ricercatezza (θηλ.ουσ)
ricercato (ουσ αρσ )
ricercato (επίθ.)
ricercatore (ουσ αρσ )
ricetrasmettitore (ουσ αρσ )
ricetrasmittente (θηλ. επίθ και ουσ)
ricetta (θηλ.ουσ)
ricettacolo (ουσ αρσ )
ricettare (ρ. μτβ.)
ricettario (ουσ αρσ )
ricettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricettazione (θηλ.ουσ)
ricettività (θηλ.ουσ)
ricettivo (επίθ.)
ricetto (ουσ αρσ )
ricevente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---