Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricercatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riʧerkaˈtore]

ο ερευνητής, η ερευνήτρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricercato ricetrasmettitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricercare (ρ. μτβ.)
ricercatamente (επίρ.)
ricercatezza (θηλ.ουσ)
ricercato (ουσ αρσ )
ricercato (επίθ.)
ricercatore (ουσ αρσ )
ricetrasmettitore (ουσ αρσ )
ricetrasmittente (θηλ. επίθ και ουσ)
ricetta (θηλ.ουσ)
ricettacolo (ουσ αρσ )
ricettare (ρ. μτβ.)
ricettario (ουσ αρσ )
ricettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricettazione (θηλ.ουσ)
ricettività (θηλ.ουσ)
ricettivo (επίθ.)
ricetto (ουσ αρσ )
ricevente (ουσ αρσ και θηλ.)
ricevente (επίθ.)
ricevere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---