Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricercatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riʧerkaˈtettsa]

1 εκλέπτυνση
2 χάρη
3 κομψότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricercatamente ricercato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricco (επίθ.)
riccone (ουσ αρσ )
ricerca (θηλ.ουσ)
ricercare (ρ. μτβ.)
ricercatamente (επίρ.)
ricercatezza (θηλ.ουσ)
ricercato (ουσ αρσ )
ricercato (επίθ.)
ricercatore (ουσ αρσ )
ricetrasmettitore (ουσ αρσ )
ricetrasmittente (θηλ. επίθ και ουσ)
ricetta (θηλ.ουσ)
ricettacolo (ουσ αρσ )
ricettare (ρ. μτβ.)
ricettario (ουσ αρσ )
ricettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricettazione (θηλ.ουσ)
ricettività (θηλ.ουσ)
ricettivo (επίθ.)
ricetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---