Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricettatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [riʧettaˈtore]

1 λησταποδόχος
2 φύλακας κλοπιμαίων
3 κλεπταποδόχος
4 αγοραστής κλοπιμαίων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricettario ricettazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricetrasmittente (θηλ. επίθ και ουσ)
ricetta (θηλ.ουσ)
ricettacolo (ουσ αρσ )
ricettare (ρ. μτβ.)
ricettario (ουσ αρσ )
ricettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricettazione (θηλ.ουσ)
ricettività (θηλ.ουσ)
ricettivo (επίθ.)
ricetto (ουσ αρσ )
ricevente (ουσ αρσ και θηλ.)
ricevente (επίθ.)
ricevere (ρ. μτβ.)
ricevimento (ουσ αρσ )
ricevitore (ουσ αρσ )
ricevitoria (θηλ.ουσ)
ricevuta (θηλ.ουσ)
ricezione (θηλ.ουσ)
richiamabile (επίθ.)
richiamare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---