Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόricettàcolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riʧetˈtakolo] 1 κρησφύγετο 2 κρύπτη 3 λημέρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |