Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈʧɛtto]

1 απάγκιο
2 άσυλο
3 σκέπη
4 καταφύγιο
5 σκέπαστρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricettivo ricevente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricettario (ουσ αρσ )
ricettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricettazione (θηλ.ουσ)
ricettività (θηλ.ουσ)
ricettivo (επίθ.)
ricetto (ουσ αρσ )
ricevente (ουσ αρσ και θηλ.)
ricevente (επίθ.)
ricevere (ρ. μτβ.)
ricevimento (ουσ αρσ )
ricevitore (ουσ αρσ )
ricevitoria (θηλ.ουσ)
ricevuta (θηλ.ουσ)
ricezione (θηλ.ουσ)
richiamabile (επίθ.)
richiamare (ρ. μτβ.)
richiamarsi (ρ.μ. (αντων.))
richiamata (θηλ.ουσ)
richiamato (αρσ. επίθ και ουσ)
richiamo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---