Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόricètto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈʧɛtto] 1 απάγκιο 2 άσυλο 3 σκέπη 4 καταφύγιο 5 σκέπαστρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |