Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


richiamàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rikjaˈmato]

στρατιωτικός ανακληθείς από τους εφέδρους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  richiamata richiamo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricezione (θηλ.ουσ)
richiamabile (επίθ.)
richiamare (ρ. μτβ.)
richiamarsi (ρ.μ. (αντων.))
richiamata (θηλ.ουσ)
richiamato (αρσ. επίθ και ουσ)
richiamo (ουσ αρσ )
richiedente (ουσ αρσ και θηλ.)
richiedente (επίθ.)
richiedere (ρ. μτβ.)
richiesta (θηλ.ουσ)
richiesto (αρσ. επίθ και ουσ)
richinare (ρ. μτβ.)
richinarsi (ρ.μ. (αντων.))
richino (επίθ.)
richiudere (ρ. μτβ.)
riciclabile (επίθ.)
riciclaggio (ουσ αρσ )
riciclare (ρ. μτβ.)
riciclo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---