Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


richinàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikiˈnare]

κάμπτω ξανά

richinarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rikiˈnarsi]

σκύβω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  richiesto richino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

richiedente (ουσ αρσ και θηλ.)
richiedente (επίθ.)
richiedere (ρ. μτβ.)
richiesta (θηλ.ουσ)
richiesto (αρσ. επίθ και ουσ)
richinare (ρ. μτβ.)
richinarsi (ρ.μ. (αντων.))
richino (επίθ.)
richiudere (ρ. μτβ.)
riciclabile (επίθ.)
riciclaggio (ουσ αρσ )
riciclare (ρ. μτβ.)
riciclo (ουσ αρσ )
ricingere (ρ. μτβ.)
ricino (ουσ αρσ )
ricinoleico (επίθ.)
rickettsia (θηλ.ουσ)
rickettsiosi (θηλ.ουσ)
ricogliere (ρ. μτβ.)
ricognitivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---