Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rìcino  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈriʧino]

φυτό που βγάζει το ρετσινόλαδο Ricinus communis


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricingere ricinoleico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riciclabile (επίθ.)
riciclaggio (ουσ αρσ )
riciclare (ρ. μτβ.)
riciclo (ουσ αρσ )
ricingere (ρ. μτβ.)
ricino (ουσ αρσ )
ricinoleico (επίθ.)
rickettsia (θηλ.ουσ)
rickettsiosi (θηλ.ουσ)
ricogliere (ρ. μτβ.)
ricognitivo (επίθ.)
ricognitore (ουσ αρσ )
ricognizione (θηλ.ουσ)
ricollegare (ρ. μτβ.)
ricollegarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricollocabile (επίθ.)
ricollocamento (ουσ αρσ )
ricollocare (ρ. μτβ.)
ricolmare (ρ. μτβ.)
ricolmo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---