Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricolmàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikolˈmare]

1 γεμίζω ξέχειλα
2 ξαναγεμίζω
3 γεμίζω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricollocare ricolmo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricollegare (ρ. μτβ.)
ricollegarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricollocabile (επίθ.)
ricollocamento (ουσ αρσ )
ricollocare (ρ. μτβ.)
ricolmare (ρ. μτβ.)
ricolmo (επίθ.)
ricolorare (ρ. μτβ.)
ricolorarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricolorire (ρ. μτβ.)
ricolorirsi (ρ.μ. (αντων.))
ricoltivare (ρ. μτβ.)
ricombattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricombinante (αρσ. επίθ και ουσ)
ricombinare (ρ. μτβ.)
ricombinazione (θηλ.ουσ)
ricominciare (ρ.αμτβ.)
ricommettere (ρ. μτβ.)
ricommettitura (θηλ.ουσ)
ricompaginare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---