Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricomméttere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikomˈmettere]

1 παραπέμπω ξανά
2 ενώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricominciare ricommettitura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricombattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricombinante (αρσ. επίθ και ουσ)
ricombinare (ρ. μτβ.)
ricombinazione (θηλ.ουσ)
ricominciare (ρ.αμτβ.)
ricommettere (ρ. μτβ.)
ricommettitura (θηλ.ουσ)
ricompaginare (ρ. μτβ.)
ricomparire (ρ.αμτβ.)
ricomparsa (θηλ.ουσ)
ricompensa (θηλ.ουσ)
ricompensabile (επίθ.)
ricompensare (ρ. μτβ.)
ricompiere (ρ. μτβ.)
ricompilare (ρ. μτβ.)
ricompilazione (θηλ.ουσ)
ricomporre (ρ. μτβ.)
ricomporsi (ρ.μ. (αντων.))
ricomposizione (θηλ.ουσ)
ricomprabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---