Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricompensàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rikompenˈsabile]

άξιος ανταμοιβής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricompensa ricompensare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricommettitura (θηλ.ουσ)
ricompaginare (ρ. μτβ.)
ricomparire (ρ.αμτβ.)
ricomparsa (θηλ.ουσ)
ricompensa (θηλ.ουσ)
ricompensabile (επίθ.)
ricompensare (ρ. μτβ.)
ricompiere (ρ. μτβ.)
ricompilare (ρ. μτβ.)
ricompilazione (θηλ.ουσ)
ricomporre (ρ. μτβ.)
ricomporsi (ρ.μ. (αντων.))
ricomposizione (θηλ.ουσ)
ricomprabile (επίθ.)
ricomprare (ρ. μτβ.)
ricompratore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricomputare (ρ. μτβ.)
ricomunicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricomunicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconcedere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---