Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricompórre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikomˈporre]

1 αναδιατάσσω
2 επαναφέρω στην αρχική μορφή
3 ξαναγράφω
4 συνθέτω εκ νέου
5 ανασυνθέτω
6 σχηματίζω εκ νέου
7 ανασχηματίζω
8 ανακατασκευάζω
9 γράφω πάλι
10 ανασυναρμολογώ

ricomporsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rikomˈporsi]

1 ανακτώ τη συγκρότησή μου
2 αναδιοργανώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricompilazione ricomposizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricompensabile (επίθ.)
ricompensare (ρ. μτβ.)
ricompiere (ρ. μτβ.)
ricompilare (ρ. μτβ.)
ricompilazione (θηλ.ουσ)
ricomporre (ρ. μτβ.)
ricomporsi (ρ.μ. (αντων.))
ricomposizione (θηλ.ουσ)
ricomprabile (επίθ.)
ricomprare (ρ. μτβ.)
ricompratore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricomputare (ρ. μτβ.)
ricomunicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricomunicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconcedere (ρ. μτβ.)
riconcentrare (ρ. μτβ.)
riconcentrarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconciliabile (επίθ.)
riconciliare (ρ. μτβ.)
riconciliarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---