Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricompilàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikompiˈlare]

1 μεταγλωττίζω ξανά
2 συντάσσω πάλι
3 καταστρώνω ξανά
4 συνθέτω από υλικά άλλων πηγών ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricompiere ricompilazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricomparsa (θηλ.ουσ)
ricompensa (θηλ.ουσ)
ricompensabile (επίθ.)
ricompensare (ρ. μτβ.)
ricompiere (ρ. μτβ.)
ricompilare (ρ. μτβ.)
ricompilazione (θηλ.ουσ)
ricomporre (ρ. μτβ.)
ricomporsi (ρ.μ. (αντων.))
ricomposizione (θηλ.ουσ)
ricomprabile (επίθ.)
ricomprare (ρ. μτβ.)
ricompratore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricomputare (ρ. μτβ.)
ricomunicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricomunicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconcedere (ρ. μτβ.)
riconcentrare (ρ. μτβ.)
riconcentrarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconciliabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---