Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riconcentràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikonʧenˈtrare]

συγκεντρώνω ξανά

riconcentrarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rikonʧenˈtrarsi]

συγκεντρώνομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riconcedere riconciliabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricompratore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricomputare (ρ. μτβ.)
ricomunicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricomunicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconcedere (ρ. μτβ.)
riconcentrare (ρ. μτβ.)
riconcentrarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconciliabile (επίθ.)
riconciliare (ρ. μτβ.)
riconciliarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconciliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riconciliazione (θηλ.ουσ)
riconcimare (ρ. μτβ.)
ricondannare (ρ. μτβ.)
ricondensare (ρ. μτβ.)
ricondensarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconducibile (επίθ.)
ricondurre (ρ. μτβ.)
riconduzione (θηλ.ουσ)
riconferma (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---