Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riconciliazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rikonʧiljatˈtsjone]

1 αδέλφωμα
2 συμφιλίωση
3 μόνιασμα
4 τακτοποίηση
5 φίλιωμα
6 διαλλαγή
7 ειρήνευση
8 εναρμόνιση
9 προσαρμογή
10 αγαπημός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riconciliatore riconcimare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riconcentrarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconciliabile (επίθ.)
riconciliare (ρ. μτβ.)
riconciliarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconciliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riconciliazione (θηλ.ουσ)
riconcimare (ρ. μτβ.)
ricondannare (ρ. μτβ.)
ricondensare (ρ. μτβ.)
ricondensarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconducibile (επίθ.)
ricondurre (ρ. μτβ.)
riconduzione (θηλ.ουσ)
riconferma (θηλ.ουσ)
riconfermabile (επίθ.)
riconfermare (ρ. μτβ.)
riconficcare (ρ. μτβ.)
riconfiscare (ρ. μτβ.)
riconfortare (ρ. μτβ.)
riconfortarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---