Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riconfortàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikonforˈtare]

1 συμπαρίσταμαι
2 ανακουφίζω
3 παρηγορώ
4 ενθαρρύνω
5 παραμυθούμαι
6 εμψυχώνω

riconfortarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rikonforˈtarsi]

1 παρηγορούμαι
2 ανακουφίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riconfiscare riconfrontare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riconferma (θηλ.ουσ)
riconfermabile (επίθ.)
riconfermare (ρ. μτβ.)
riconficcare (ρ. μτβ.)
riconfiscare (ρ. μτβ.)
riconfortare (ρ. μτβ.)
riconfortarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconfrontare (ρ. μτβ.)
ricongedare (ρ. μτβ.)
ricongelare (ρ. μτβ.)
ricongelazione (θηλ.ουσ)
ricongiungere (ρ. μτβ.)
ricongiungersi (ρ.μ. (αντων.))
ricongiungimento (ουσ αρσ )
ricongiunzione (θηλ.ουσ)
riconnettere (ρ. μτβ.)
riconnettersi (ρ.μ. (αντων.))
riconoscente (επίθ.)
riconoscenza (θηλ.ουσ)
riconoscere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---