Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricongiungiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rikonʤunʤiˈmento]

1 ανασύνδεση
2 εκ νέου σύνδεση
3 επανασύνδεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricongiungersi ricongiunzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricongedare (ρ. μτβ.)
ricongelare (ρ. μτβ.)
ricongelazione (θηλ.ουσ)
ricongiungere (ρ. μτβ.)
ricongiungersi (ρ.μ. (αντων.))
ricongiungimento (ουσ αρσ )
ricongiunzione (θηλ.ουσ)
riconnettere (ρ. μτβ.)
riconnettersi (ρ.μ. (αντων.))
riconoscente (επίθ.)
riconoscenza (θηλ.ουσ)
riconoscere (ρ. μτβ.)
riconoscersi (ρ.μ. (αντων.))
riconoscibile (επίθ.)
riconoscimento (ουσ αρσ )
riconosciuto (επίθ.)
riconquista (θηλ.ουσ)
riconquistare (ρ. μτβ.)
riconsacrare (ρ. μτβ.)
riconsacrazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---