Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riconquìsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rikonˈkwista]

εκ νέου κατάκτηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riconosciuto riconquistare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riconoscere (ρ. μτβ.)
riconoscersi (ρ.μ. (αντων.))
riconoscibile (επίθ.)
riconoscimento (ουσ αρσ )
riconosciuto (επίθ.)
riconquista (θηλ.ουσ)
riconquistare (ρ. μτβ.)
riconsacrare (ρ. μτβ.)
riconsacrazione (θηλ.ουσ)
riconsegna (θηλ.ουσ)
riconsegnare (ρ. μτβ.)
riconsiderare (ρ. μτβ.)
riconsigliare (ρ. μτβ.)
riconsolare (ρ. μτβ.)
riconsolarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricontare (ρ. μτβ.)
ricontrarre (ρ. μτβ.)
riconvalidare (ρ. μτβ.)
riconvenire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riconvenzionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---