Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riconquistàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikonkwisˈtare]

1 κατακτώ ξανά
2 ξανακερδίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riconquista riconsacrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riconoscersi (ρ.μ. (αντων.))
riconoscibile (επίθ.)
riconoscimento (ουσ αρσ )
riconosciuto (επίθ.)
riconquista (θηλ.ουσ)
riconquistare (ρ. μτβ.)
riconsacrare (ρ. μτβ.)
riconsacrazione (θηλ.ουσ)
riconsegna (θηλ.ουσ)
riconsegnare (ρ. μτβ.)
riconsiderare (ρ. μτβ.)
riconsigliare (ρ. μτβ.)
riconsolare (ρ. μτβ.)
riconsolarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricontare (ρ. μτβ.)
ricontrarre (ρ. μτβ.)
riconvalidare (ρ. μτβ.)
riconvenire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riconvenzionale (επίθ.)
riconvenzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---