Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricontràrre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikonˈtrarre]

1 κάνω νέα σύμβαση
2 συμβάλλομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricontare riconvalidare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riconsiderare (ρ. μτβ.)
riconsigliare (ρ. μτβ.)
riconsolare (ρ. μτβ.)
riconsolarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricontare (ρ. μτβ.)
ricontrarre (ρ. μτβ.)
riconvalidare (ρ. μτβ.)
riconvenire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riconvenzionale (επίθ.)
riconvenzione (θηλ.ουσ)
riconversione (θηλ.ουσ)
riconvertire (ρ. μτβ.)
riconvertirsi (ρ.μ. (αντων.))
riconvocare (ρ. μτβ.)
riconvocazione (θηλ.ουσ)
ricoperto (ουσ αρσ )
ricoperto (επίθ.)
ricopertura (θηλ.ουσ)
ricopiare (ρ. μτβ.)
ricopiatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---