Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riconvertìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikonverˈtire]

1 επαναφέρω σε πρότερη φόρμα
2 μεταβιβάζω σε πρότερο κάτοχο
3 μετατρέπω ξανά

riconvertirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rikonverˈtirsi]

μετατρέπομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riconversione riconvocare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riconvalidare (ρ. μτβ.)
riconvenire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riconvenzionale (επίθ.)
riconvenzione (θηλ.ουσ)
riconversione (θηλ.ουσ)
riconvertire (ρ. μτβ.)
riconvertirsi (ρ.μ. (αντων.))
riconvocare (ρ. μτβ.)
riconvocazione (θηλ.ουσ)
ricoperto (ουσ αρσ )
ricoperto (επίθ.)
ricopertura (θηλ.ουσ)
ricopiare (ρ. μτβ.)
ricopiatura (θηλ.ουσ)
ricopribile (επίθ.)
ricoprimento (ουσ αρσ )
ricoprire (ρ. μτβ.)
ricoprirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
ricordabile (επίθ.)
ricordanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---