Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricoprìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikoˈprire]

καλύπτω

ricoprìrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rikoˈprirsi]

1 σκεπάζομαι
2 καλύπτομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricoprimento ricordabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricopertura (θηλ.ουσ)
ricopiare (ρ. μτβ.)
ricopiatura (θηλ.ουσ)
ricopribile (επίθ.)
ricoprimento (ουσ αρσ )
ricoprire (ρ. μτβ.)
ricoprirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
ricordabile (επίθ.)
ricordanza (θηλ.ουσ)
ricordare (ρ. μτβ.)
ricordarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricordevole (επίθ.)
ricordino (ουσ αρσ )
ricordo (ουσ αρσ )
ricoricare (ρ. μτβ.)
ricoricarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricorreggere (ρ. μτβ.)
ricorreggersi (ρ.μ. (αντων.))
ricorrente (ουσ αρσ και θηλ.)
ricorrente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---